- χρυσάνιος
- χρῡςᾱνιος1 with golden reins πότνια θεσμοφόρε χρυσάνιον (sc. Φερσεφόνα: cf. Paus., 9. 23. 3, ἐν τούτῳ τῷ ᾄσματι ἄλλαι τε ἐς τὸν Ἅιδην εἰσὶν ἐπικλήσεις καὶ ὁ χρυσήνιος) fr. 37.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χρυσάνιος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. χρυσήνιος … Dictionary of Greek
χρυσάνιος — χρῡσά̱νιος , χρυσήνιος with reins of gold masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσήνιος — και δωρ. τ. χρυσάνιος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. (ως προσωνυμία θεών και θεαινών) αυτός που έχει χρυσά ηνία («οὐδ ἀλαὸς σκοπιὴν εἶχε χρυσήνιος Ἄρης», Ομ. Οδ.) 2. προσωνυμία τού Άδου 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χρυσήνιος δίφρος εὐάρμοστος». [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek